απάμβλυνση

απάμβλυνση
η
ο περιορισμός της οξύτητας, η εξασθένηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απάμβλυνση — η χαλάρωοη, εξασθένηση: Η ακοή του παρουσιάζει κάποια απάμβλυνση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”